- εὐνουχίαι
- εὐνουχίαςlike a eunuchmasc nom/voc plεὐνουχίᾱͅ , εὐνουχίαςlike a eunuchmasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐνουχίᾳ — εὐνουχίαι , εὐνουχίας like a eunuch masc nom/voc pl εὐνουχίᾱͅ , εὐνουχίας like a eunuch masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνουχίας — εὐνουχίας, ὁ (Α) [ευνούχος] 1. αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο ανίκανος για συνουσία («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῑκες καὶ ἄνδρες ὥστε τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ εὐνουχίας διατελεῑν ὄντας», Αριστοτ.) 2. μτφ. είδος πεπονιού χωρίς… … Dictionary of Greek